- ἐλευθερόπαις
- ἐλευθερό-παις, ὁ, ἡ, gen. παιδος,A having free children,
Βενέτων δῆμος APl.5.359
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βενέτων δῆμος APl.5.359
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλευθερόπαις — having free children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek